- τανυέθειρα
- τᾰνῠέθειρα f. adj.,1 with flowing hair
τανυέθειρα Σεμέλα O. 2.26
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τανυέθειρα Σεμέλα O. 2.26
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τανυέθειρα — long haired fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυέθειρα — ἡ, Α αυτή που έχει μακριά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + έθειρα (< ἔθειραι «χαίτη, μαλλιά»), πρβλ. χρυσο έθειρα] … Dictionary of Greek